ανέρωτος

ανέρωτος
-η, -ο
1. (για ποτά) αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με νερό, ο άκρατος
2. ο μπεκρής
3. φρ. «μόνο το πρώτο κερνάει ανέρωτο» — μόνο στην αρχή φέρεται τίμια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανέρωτος — η, ο αυτός που δεν αραιώθηκε με νερό: Όλοι ήξεραν πως κρασί ανέρωτο δεν είχε πουλήσει ποτέ του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άκρατος — (1ος αι. μ.Χ.). Απελεύθερος του Νέρωνα. Το 66 μ.Χ. ο αυτοκράτορας τον έστειλε στη Μικρά Ασία για να συλλέψει αναθήματα και να τα μεταφέρει στη Ρώμη. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι ο Α. συνάντησε μεγάλη αντίσταση από τους κατοίκους της Περγάμου και ο Δίων …   Dictionary of Greek

  • απαράχυτος — ἀπαράχυτος, ον (Α) (για οίνο) εκείνος μέσα στον οποίο δεν έχει χυθεί άλλο υγρό, ανέρωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”